φυλάξει — φύλαξις watching fem nom/voc/acc dual (attic epic) φυλάξεϊ , φύλαξις watching fem dat sg (epic) φύλαξις watching fem dat sg (attic ionic) φυλάσσω keep watch and ward aor subj act 3rd sg (epic) φυλάσσω keep watch and ward fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek
οία — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αίγινας. Οι Αιγινήτες είχαν φυλάξει εκεί τα ξόανα της Δαμίας και της Αυξίας (Δήμητρας και Περσεφόνης), για να τα προστατέψουν από την επιδρομή των Επιδαυρίων. 2. Μία από τις δύο πόλεις της θήρας. Από τις… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
παρακαταθέτης — ο αυτός που συνάπτει σύμβαση παρακαταθήκης, το άτομο που καταθέτει, που παραδίδει χρηματικό ποσό ή κινητό περιουσιακό στοιχείο σε έναν οργανισμό ή σε τρίτο πρόσωπο, τον θεματοφύλακα για να τό φυλάξει, με σκοπό να τού το επιστρέψει όταν τό ζητήσει … Dictionary of Greek
παρακαταθέτω — εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη … Dictionary of Greek